- κυκλώπιος
- -ία, -ο (Α κυκλώπιος, -ία, -ον, θηλ. και -εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, -ίδος) [Κύκλωψ]κυκλώπειοςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπίασυγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός οφθαλμούαρχ.1. ο κατασκευασμένος από τους τειχοδόμους Κύκλωπες2. (για πόλη) αυτή που έχει τείχη χτισμένα από τους Κύκλωπες ή κατά τον τρόπο τών Κυκλώπων3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κυκλωπία ή -είαη διήγηση η σχετική με τον Κύκλωπα στην Οδύσσεια4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυκλώπιονα) υποκορ. μικρός Κύκλωπαςβ) το λευκό τμήμα τού οφθαλμού που βρίσκεται γύρω από την κόρη, το ασπράδι τού ματιού.
Dictionary of Greek. 2013.